- ανατάραγμα
- το, -ατοςκαι αναταραγμός, ο και ανατάραξη, η ανακίνηση, ανάσειση: Το φάρμακο πριν το πιεις θέλει ανατάραγμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανατάραγμα — το 1. ανατάραξη, ανακίνηση 2. συγκλονισμός, σπασμός από αρρώστια (πυρετό, επιληψία κ.λπ.) … Dictionary of Greek
αναταραγμός — ο 1. ανατάραγμα, αναταραχή 2. ψυχική ταραχή, εξέγερση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναταράζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία] … Dictionary of Greek